τζόκεης

τζόκεης
τζόκεης, ο και τζόκεϊ, ο
άκλ. (λ. αγγλ.), επαγγελματίας αναβάτης αλόγων στον ιππόδρομο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”